- χειρώνακτα
- χειρώ̱νακτα , χειρῶναξmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χειρωνάκτας — χειρωνάκτᾱς , χειρωνάκτης masc acc pl χειρωνάκτᾱς , χειρωνάκτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάναυσος — η, ο (AM βάναυσος, ον) τραχύς αγροίκος αρχ. 1. χειρώνακτας, χειροτέχνης 2. σχετικός με τον χειροτέχνη 3. ταπεινός, χυδαίος, κακόγουστος 4. φρ. «βάναυσος τέχνη» χειρωνακτική εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. βάναυσος < *βαύναυσος με… … Dictionary of Greek
βαναυσικός — βαναυσικός, ή, όν (Α) [βάναυσος] 1. ο σχετικός με τον χειρώνακτα 2. το θηλ. ως ουσ. η βαναυσική η χειρωναξία 3. το ουδ. ως ουσ. το βαναυσικόν η χειρωναξία … Dictionary of Greek
δημιουργικός — ή, ό (AM δημιουργικός, ή, όν) [δημιουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δημιουργό νεοελλ. ο ικανός να δημιουργεί («δημιουργική φαντασία», «δημιουργική ικανότητα», «δημιουργικός οίστρος») αρχ. 1. ο ικανός να δημιουργήσει κάτι εκ τού… … Dictionary of Greek
σύργαστρος — ὁ, Α 1. αυτός που σέρνεται στη γη με την κοιλιά σαν το φίδι 2. μτφ. (για πρόσ.) χειρώνακτας και, κυρίως, ο ημερομίσθιος εργάτης, μεροκαματιάρης 3. (κατά τον Ησύχ., τον Φώτ. και το Μέγα Ετυμολογικόν) «συοφορβὸς ἢ ὑ[ο]φορβός». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης σημ … Dictionary of Greek
χειροτεχνία — η, ΝΑ [χειροτέχνης] νεοελλ. 1. η με το χέρι και με τη βοήθεια απλών, στοιχειωδών εργαλείων και μηχανικών μέσων κατασκευή και καλλιτεχνική επεξεργασία χρηστικών αντικειμένων 2. το σχετικό μάθημα στα δημοτικά σχολεία αρχ. η εργασία τού χειροτέχνη,… … Dictionary of Greek
χειρωνακτικός — ή, ό / χειρωνακτικός, ή, όν, ΝΜΑ [χειρῶναξ, ακτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειρώνακτα ή στη δουλειά του (α. «χειρωνακτική εργασία» β. «γένη... τὸ βάναυσον καὶ χειρωνακτικόν», Ευστ. γ. «τοὺς χειρωνακτικοὺς ἀπέλθωμεν καὶ βάναυσους», Πλάτ … Dictionary of Greek
χειρωνάκται — χειρωνάκτης masc nom/voc pl χειρωνάκτᾱͅ , χειρωνάκτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)